- παρέπομαι
- ΝΑ [έπομαι]1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τόν παρακολουθώ3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου4. (λογ.) (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενοη συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα5. φρ. «τα παρεπόμενα τών πτωτικών ή τών ρημάτων»γραμμ. τα γνωρίσματα τών ονομάτων ή τών ρημάτων με τα οποία χαρακτηρίζεται η έννοιά τους, όπως είναι το γένος, η κλίση, ο αριθμός, η πτώση για τα ονόματα, η φωνή, η διάθεση, η συζυγία, ο χρόνος, η έγκλιση, ο αριθμός και το πρόσωπο για τα ρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.