παρέπομαι

παρέπομαι
ΝΑ [έπομαι]
1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω
2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τόν παρακολουθώ
3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου
4. (λογ.) (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενο
η συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα
5. φρ. «τα παρεπόμενα τών πτωτικών ή τών ρημάτων»
γραμμ. τα γνωρίσματα τών ονομάτων ή τών ρημάτων με τα οποία χαρακτηρίζεται η έννοιά τους, όπως είναι το γένος, η κλίση, ο αριθμός, η πτώση για τα ονόματα, η φωνή, η διάθεση, η συζυγία, ο χρόνος, η έγκλιση, ο αριθμός και το πρόσωπο για τα ρήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεπομένων — παρέπομαι accompany pres part mp fem gen pl παρέπομαι accompany pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπόμενον — παρέπομαι accompany pres part mp masc acc sg παρέπομαι accompany pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέποντι — παρέπομαι accompany pres ind act 3rd pl (epic doric) παρέπομαι accompany pres part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειπόμην — παρέπομαι accompany imperf ind mp 1st sg παρεῖπον talk over aor ind mid 1st sg παρεῖπον talk over aor ind mid 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπομέναις — παρέπομαι accompany pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπομένη — παρέπομαι accompany pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπομένην — παρέπομαι accompany pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπομένης — παρέπομαι accompany pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπομένοις — παρέπομαι accompany pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπομένου — παρέπομαι accompany pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”